-
1 θεραπεία
θεραπείᾱ, θεραπείαservice: fem nom /voc /acc dualθεραπείᾱ, θεραπείαservice: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)θεραπείᾱ, θεραπείηservice: fem nom /voc /acc dualθεραπείᾱ, θεραπείηservice: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————θεραπείᾱͅ, θεραπείαservice: fem dat sg (attic doric aeolic)θεραπείᾱͅ, θεραπείηservice: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 θεραπεία
θεραπεία, ἡ, 1) das Dienen, die Bedienung, die Hochachtung gegen Eltern u. höher Gestellte; ϑεραπεία τοῦ τε κοινοῦ αὐτῶν καὶ τῶν ἀεὶ προεστώτων Thuc. 3, 11; γονέων ϑεραπεῖαι καὶ τιμαί Plat. Legg. X, 886 c, wie Rep. IV, 425 b; ϑεῶν, Gottesdienst, Euthyphr. 13 d; vgl. Eur. El. 744; ἀγυιατίδες, des Apollo Agyieus, Ion 187; Isocr. 2, 20; ἡ περὶ τοὺς ϑεοὺς ϑερ. neben εὐσέβεια 11, 24; ἄλλαι ϑεῶν τε καὶ δαιμόνων καὶ ἡρώων ϑεραπεῖαι Plat. Rep. IV, 427 b; πᾶσαν ϑεραπείαν ὡς ἰσόϑεος ϑεραπευόμενος Phaedr. 255 a, wie auch Antiph. 4 β 4 ϑεραπείαν ϑεραπεύεσϑαι vrbdt; Xen. αὐτὸν ἐϑεράπευον πάσῃ ϑεραπείᾳ, Hell. 2, 3, 14; ἐν ϑεραπείᾳ ἔχειν, Jem. seine Hochachtung beweisen, ihm gefällig sein, Thuc. 1, 55; ϑεραπείαις προςαγαγέσϑαι Isocr. 3, 22. – Uebh. Dienstleistung, Eur. I. T. 314 u. A.; Pflege der Kranken, τῶν καμνόντων Plat. Prot. 345 a; τὰς ὑπὸ τῶν ἰατρῶν ϑεραπείας, die Kur, τὰς διὰ καύσεων γιγνομένας, 354 a; τῶν περὶ τὸ σῶμα νοσημάτων πολλαὶ ϑεραπεῖαι τοῖς ἰατροῖς εὕρηνται, viele Heilungsarten, Isocr. 8, 39; Sp.; ϑεραπείαν προςάγειν Pol. 15, 25, 6; σώματος, Pflege u. Wartung des Körpers, Plat. Gorg. 464 b; ὅση περὶ τὸ ϑνητὸν πᾶν σῶμα ϑερ. Soph. 219 a; von Thieren, ἡ ἱππικὴ ἵππων ϑερ. Euthyphr. 13 a; von Pflanzen, τῶν ἐκ γῆς καρπῶν Theaet. 149 e; τῶν ποπάνων καὶ ἑψημάτων Rep. V, 455 c; τῆς ψυχῆς Lach. 185 e; Xen. vrbdt ἐν ἐσϑῆτι καὶ ϑεραπείᾳ οὐ τῇ τυχούσῃ, Mem. 3, 11, 4, vom Putz. – 21 collectiv, Dienerschaft, Gefolge, ϑεραπηΐη δέ σφι ὄπισϑε ἕπεται πολλή Her. 1, 199, vgl. 7, 184; σὺν ἱππικῇ ϑεραπείᾳ Xen. Cyr. 4, 6, 1; Sp.; ὁ ἐπὶ τῆς ϑεραπείας, der Befehlshaber der Leibwache, Pol. 4, 87, 5 Hdn. 7, 1, 10; N. T.
-
3 θεραπεια
ион. θεραπηΐη ἥ тж. pl.1) религиозное служение, почитание, культ(θεῶν τε καὴ δαιμόνων καὴ ἡρώων Plat.; περὴ τοὺς θεούς Isocr.)
τέν θεραπείαν ἀποδιδόναι τοῖς θεοῖς Arst. — поклоняться богам2) уважение, внимание(γονέων Plat.)
πᾶσαν θεραπείαν θεραπεύειν Plat. — окружать глубоким почитанием;θ. τοῦ κοινοῦ Thuc. — уважение к народу;ἐν πολλῇ θεραπείᾳ ἔχειν Thuc. — относиться с большим уважением3) уход, забота, попечение(τοῦ σώματος Plat., Arst.; τῆς ψυχῆς, ἵππων Plat.)
παῖδες πολλῆς ἔτι θεραπείας δεόμενοι Lys. — дети, очень еще нуждающиеся в попечении4) уход, выращивание(τῶν καρπῶν Plat.)
5) забота, приготовление(τῶν ποπάνων καὴ ἑψημάτων Plat.)
ἐν ἐσθῆτι καὴ θεραπείᾳ οὐ τῇ τυχούσῃ Xen. — в необычайно пышном наряде6) врачебный уход, лечение(τῶν καμνόντων Plat.)
αἱ περὴ τὸ σῶμα νοσημάτων πολλαὴ θεραπεῖαι Isocr. — многие способы лечения телесных болезней7) свита, охрана(ἥ ἱππικέ θ. Xen.)
ὅ ἐπὴ τῆς θεραπείας Polyb. — начальник корпуса телохранителей8) прислуга, слуги -
4 θεραπεία
θεραπεία, ἡ, (1) das Dienen, die Bedienung, die Hochachtung gegen Eltern u. höher Gestellte; ϑεῶν, Gottesdienst; ἐν ϑεραπείᾳ ἔχειν, j-m seine Hochachtung beweisen, ihm gefällig sein. Übh. Dienstleistung; Pflege der Kranken; τῶν περὶ τὸ σῶμα νοσημάτων πολλαὶ ϑεραπεῖαι τοῖς ἰατροῖς εὕρηνται, viele Heilungsarten; σώματος, Pflege u. Wartung des Körpers; von Tieren; von Pflanzen. (2) collectiv, Dienerschaft, Gefolge; ὁ ἐπὶ τῆς ϑεραπείας, der Befehlshaber der Leibwache -
5 θεραπεία
θεραπεία, ας, ἡ (s. two next entries; Eur., Hdt.+; ins, pap, LXX, TestJob 38:8; JosAs, EpArist, Philo, Joseph.; Just., A I, 9, 3; Ath., R. 49, 10 al.; Just., A I, 12, 5 and Tat. 34, 2 ‘cultic service’) gener. ‘serving, service, care’ bestowed on another.① the use of medical resources in treating the sick, treatment, esp. healing (Hippocr. et al.; PTebt 44, 6–9 [114 B.C.] ὄντος μου ἐπὶ θεραπείᾳ ἐν τῷ … Ἰσιείῳ χάριν τ. ἀρρωστίας ‘when I was in the … shrine of Isis for treatment of a malady’; Sb 159, 4f; 1537b; TestJob 38:8).ⓐ lit. (Diod S 1, 25, 7 [pl.]; 17, 89, 2; Lucian, Abdic. 7; Philo, Deus Imm. 63; Jos., Vi. 85) Lk 9:11. θεραπείας ποιεῖν perform healings Ox 1 recto, 12f (ASyn. 33, 85; cp. GTh 31); τὰς θ. ἐπετέλουν GJs 20:2 (codd. not pap).ⓑ fig., w. obj. gen. (cp. Pla., Prot. 345a τ. καμνόντων; Sb 1537b; θ. ὅλου σώματος; SIG 888, 125; Philo, Spec. Leg. 1, 191 θ. ἁμαρτημάτων) θ. τῶν ἐθνῶν Rv 22:2.② =οἱ θεράποντες servants (Hdt. et al.; Gen 45:16; Esth 5:2b; JosAs; Philo, In Flacc. 149; Jos., Bell. 1, 82, Ant. 4, 112) καταστῆσαί τινα ἐπὶ τῆς θ. put someone in charge of the servants (cp. Polyb. 4, 87, 5 ὁ ἐπὶ τῆς θ. τεταγμένος) Lk 12:42; Mt 24:45 v.l.—DELG s.v. θεράπων. M-M. TW. -
6 θεραπεία
η1) терапия, лечение; курс лечения;κάνω θεραπεία — лечиться, находиться на излечении;
2) перен. излечение, исцеление;ανεπίδεκτος θεραπείας — неизлечимый, неисцелимый; — непоправимый;
δεν υπάρχει θεραπεία γι' αυτό — это непоправимо
-
7 θεραπεία
A service, attendance:I of persons, θ. τῶν θεῶν service paid to the gods, Pl. Euthphr. 13d, cf. E.El. 744 (lyr.);θεῶν καὶ ἡρώων θεραπεῖαι Pl.R. 427b
, etc.;ἡ περὶ τοὺς θεοὺς θ. Isoc.11.24
; ἀγυιάτιδες θ. worship of Apollo Agyieus, E. Ion 187;τὴν θ. ἀποδιδόναι τοῖς θεοῖς Arist.Pol. 1329a32
;θ. τῆς μήνιδος Jul.Or.5.159b
: abs.,πᾶσαν θ. ὡς ἰσόθεος θεραπευόμενος Pl.Phdr. 255a
, cf. Antipho 4.2.4; of parents,γονέων θεραπείας καὶ τιμάς Pl.Lg. 886c
, cf. Gorg.Fr.6 D.; of children, nurture, care,μικροὺς παῖδας θεραπείας δεομένους Lys.13.45
;θ. καὶ ἐσθής X.Mem.3.11.4
; θ. σώματος, ψυχῆς, Pl.Grg. 464b, La. 185e.2 service done to gain favour, paying court,θ. τοῦ κοινοῦ καὶ τῶν αἰεὶ προεστώτων Th.3.11
;ἐν θεραπείᾳ ἔχειν πολλῇ Id.1.55
;πάσῃ θεραπείᾳ θεραπεύειν τινά X.HG 2.3.14
;θεραπείαις προσαγαγέσθαι Isoc.3.22
;τῇ θ. ψυχαγωγούμενος D.59.55
.II medical or surgical treatment or cure, χειρός, ποδός, Hp.l.c.; αἱ ὑπὸ τῶν ἰατρῶν θ. αἱ διὰ καύσεων γιγνόμεναι cures by cautery, Pl.Prt. 354a; ἡ ἐκ τῶν γραμμάτων θ. treatment secundum artem, Arist.Pol. 1287a40, cf. Gal.1.400, etc.;τῶν καμνόντων Pl.Prt. 345a
, cf. Th.2.51, Phld.Ir.p.21 W.;τοῦ σώματος Id.Lib.p.19
O., Vit.Philonid.p.9 C.; healing,θεραπείας ἐπιτυχών Sammelb. 1537b
: in pl., cures,ἰατρὸς ποιεῖ -είας POxy.1r
.13.2 of plants, cultivation, Pl.Tht. 149e, Thphr.HP2.2.12.4 preparation of fat for medical use, Dsc.2.76.IV in collective sense, body of attendants, retinue, Hdt.1.199, 5.21, 7.184, LXXGe. 45.16;σὺν ἱππικῇ θ. X.Cyr.4.6.1
;ὁ ἐπὶ τῆς θ. τεταγμένος Plb.4.87.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεραπεία
-
8 θεραπείᾳ
Βλ. λ. θεραπεία -
9 θεραπεία
{сущ., 4}1. исцеление, лечение, терапия;2. мн.ч. слуги, прислуга.Ссылки: Мф. 24:45; Лк. 9:11; 12:42; Откр. 22:2.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θεραπεία
-
10 θεραπεία
{сущ., 4}1. исцеление, лечение, терапия;2. мн.ч. слуги, прислуга.Ссылки: Мф. 24:45; Лк. 9:11; 12:42; Откр. 22:2.*Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θεραπεία
-
11 θεραπεία
1. исцеление, лечение, терапия; 2. мн.ч. слуги, прислуга.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θεραπεία
-
12 θεραπεία
-
13 θεραπεία
-ας + ἡ N 1 1-0-2-3-0=6 Gn 45,16; Jl 1,14; 2,15; Est 2,12; 5,1attendance, homeguard Gn 45,16ἡμέραι τῆς θεραπείας days of pu-rification, days of treatment of the body Est 2,12; τὰ ἱμάτια τῆς θεραπείας penitential garment, sackcloth Est 5,1; κηρύξατε θεραπείαν proclaim a solemn service Jl 1,14Cf. HARL 1986a, 80.291; THACKERAY 1909, 36; WEINFELD 1980 394-396(esp. 395 n.9) -
14 θεραπεία
[тэрапиа] ουσ θ лечение, исцеление. -
15 θεραπεία
лекување, лечењеГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > θεραπεία
-
16 θεραπεία
1) remède2) thérapeutique -
17 θεραπεία
leczenie (n) rzecz. -
18 θεραπεία
léčba -
19 θεραπεία
1) therapy2) treatmentΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > θεραπεία
-
20 προ-θεραπεία
προ-θεραπεία, ἡ, vorhergehende Behandlung, Vorbereitung, Sp.
См. также в других словарях:
θεραπεία — θεραπείᾱ , θεραπεία service fem nom/voc/acc dual θεραπείᾱ , θεραπεία service fem nom/voc sg (attic doric aeolic) θεραπείᾱ , θεραπείη service fem nom/voc/acc dual θεραπείᾱ , θεραπείη service fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπείᾳ — θεραπείᾱͅ , θεραπεία service fem dat sg (attic doric aeolic) θεραπείᾱͅ , θεραπείη service fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπεία — Σύνολο μέτρων ικανών να προλάβουν την εκδήλωση ή να καταπολεμήσουν με επιτυχία μία παθολογική κατάσταση και τα συμπτώματά της· θεραπευτική αντίστοιχα καλείται ο κλάδος της ιατρικής που μελετά και υποδεικνύει τα μέσα που χρησιμοποιούνται για τη θ … Dictionary of Greek
θεραπεία — η 1. περίθαλψη του αρρώστου, αποκατάσταση της υγείας: Υποβλήθηκε σε εντατική θεραπεία. – Ριζική θεραπεία. 2. τα μέσα και η μέθοδος νοσηλείας: Ο γιατρός δεν εφάρμοσε σωστή μέθοδο θεραπείας. 3. καλλιέργεια, επίδοση σε κάτι με ζήλο: Θεραπεία των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιτιολογική θεραπεία — Η θεραπεία που αποβλέπει στην εξάλειψη της αιτίας μιας νόσου και όχι μόνο των συμπτωμάτων της … Dictionary of Greek
θεραπείας — θεραπείᾱς , θεραπεία service fem acc pl θεραπείᾱς , θεραπεία service fem gen sg (attic doric aeolic) θεραπείᾱς , θεραπείη service fem acc pl θεραπείᾱς , θεραπείη service fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιμοθεραπεία — Θεραπεία με παρεντερική χορήγηση αίματος (μετάγγιση). * * * η Ιατρ. γενικά η χρησιμοποίηση αίματος και συχνότερα τού αίματος τού ίδιου τού αρρώστου για θεραπεία (αυτοαιμοθεραπεία). [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αίμα + θεραπεία, πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
θεραπείαι — θεραπείᾱͅ , θεραπεία service fem dat sg (attic doric aeolic) θεραπείᾱͅ , θεραπείη service fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεραπείαν — θεραπείᾱν , θεραπεία service fem acc sg (attic doric aeolic) θεραπείᾱν , θεραπείη service fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογοθεραπεία — Θεραπεία που αποσκοπεί να βοηθήσει ανθρώπους να ξεπεράσουν προβλήματα μέσω της προφορικής επικοινωνίας. Στα χέρια ειδικευμένων επιστημόνων αποδεικνύεται χρήσιμη σε ποικιλία περιπτώσεων, από τις ελαφρύτερες, όπως είναι τα προβλήματα άρθρωσης,… … Dictionary of Greek
Βατάτζης, Βασίλειος — (Θεραπεία Κωνσταντινούπολης 1693 – ;). Λόγιος. Γνώριζε καλά την αραβική και την τουρκική. Ως εμπορευόμενος, ταξίδεψε σε πολλές χώρες και σχετίστηκε φιλικά με τον σάχη της Μπουχάρας Ναντίρ, που τον διόρισε πρεσβευτή της χώρας του στην Πετρούπολη.… … Dictionary of Greek